χαλάκι

χαλάκι
1) doormat
2) mat

Ελληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary). 2015.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • δαπίδιον — δαπίδιον, το (Α) [δάπις] μικρός τάπητας, χαλάκι …   Dictionary of Greek

  • μπογαλάκι — το 1. μικρός μπόγος 2. στον πληθ. τα μπογαλάκια οι αποσκευές («μάζεψε τα μπογαλάκια του και έφυγε»). [ΕΤΥΜΟΛ. Υποκορ. τού μπόγος, κατ επίδρασιν υποκορ. σε λάκι (πρβλ. χαλάκι)] …   Dictionary of Greek

  • ταπέτο — Oνομάζεται και χαλί. Υφαντό επίστρωμα για το δάπεδο και για την εσωτερική επιφάνεια των τοίχων. Κατασκευάζεται κυρίως από μαλλί και είναι χειροποίητο ή μηχανοποίητο. Ως χώρες κατασκευής τ. αναφέρονται η Αίγυπτος, η Περσία, η Μεσοποταμία, η… …   Dictionary of Greek

  • υπογονάτιο — το / ὑπογονάτιον, ΝΜ 1. το μαξιλάρι ή το χαλάκι που τοποθετείται για να γονατίζει κάποιος όταν προσεύχεται 2. εκκλ. ένα από τα άμφια, το επιγονάτιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + γονάτιον (< γόνυ, ατος)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”